μοσχοπουλώ

μοσχοπουλώ
μοσχοπουλάω μετ.
1) выгодно продавать; 2) быстро распродать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μοσχοπουλώ" в других словарях:

  • μοσχοπουλώ — και άω και μοσκοπουλώ και άω πουλώ κάτι σε πολύ καλή τιμή και εύκολα …   Dictionary of Greek

  • μόσχ(ο)- — και μοσκ(ο) (ΑΜ μοσχ[ο] , Μ και μοσκ[ο] ) α συνθετικό αρκετών λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. μόσχος (II) «ελαιώδες αρωματικό υγρό» και έχει τη σημασία ὅτι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) έχει ή αναδίδει ευωδιά (μοσχέλαιο,… …   Dictionary of Greek

  • καλοπουλώ — και καλοπουλάω πουλώ κάτι εύκολα και σε καλή, ικανοποιητική τιμή, ακριβοπουλώ, μοσχοπουλώ …   Dictionary of Greek

  • μοσκοπουλώ — και άω βλ. μοσχοπουλώ …   Dictionary of Greek

  • μοσχοπουλάω — (σπάν. μοσχοπουλώ), μοσχοπούλησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»